- ὑποστορέννῦμι
- ὑπο-στορέννῦμι, aor. inf. ὑπσστορέσαι: spread out under; δέμνιά τινι, Od. 13.139†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
υποστορέννυμι — Α βλ. υποστρώνω … Dictionary of Greek
υποστρώνω — ὑποστρώννυμι ΝΜΑ, και ὑποστρωννύω ΜΑ, και ὑποστορέννυμι και ὑποοτόρνυμι Α [στρώνω] στρώνω αποκάτω αρχ. 1. (ιδίως) στρώνω το κρεβάτι κάποιου 3. (στον παθ. παρακμ.) ὑπέστρωμαι μτφ. υπόκειμαι σε κάποιον ή σε κάτι 4. φρ. α) «λέκτρα ὑποστρώννυμι τινι» … Dictionary of Greek
υποστόρεσμα — έσματος, τὸ, Α [ὑποστορέννυμι] υπόστρωμα … Dictionary of Greek